Data

Date:
03-11-2017
Country:
Greece
Number:
17162/2017
Court:
Monomeles Protodiketo Thessalonikis
Parties:
--

Keywords

BUYER'S OBLIGATION - PAYMENT OF PRICE (ART. 53 CISG) - NO NEED FOR FORMAL REQUEST BY SELLER (ART. 59 CISG)

RIGHT TO INTEREST IN CASE OF LATE PAYMENT OF PRICE (ART. 78 CISG)

Abstract

A Danish seller and a Greek buyer concluded two contracts for the sale of professional refrigerators. Under the agreements, the buyer had to pay the purchase price within ninety days from the invoices' issuance. A dispute arose between the parties when the buyer paid the price relating to the first invoice only in part.

The Court of the first instance found for the seller. After establishing to have jurisdiction over the case, the Court observed that the Convention applies either directly (when the parties are situated in two or more countries that are parties to it) or indirectly (through the conflict-of-law rules of the forum), and it contains substantive rules which prevail over the PIL mechanism to identify the applicable law.

As to the merits, the Court ruled that, within the system of the Convention, the price is due without any request or compliance with any formality on the part of the seller (Art.59 CISG); also, in the event of delay in payment of the price, the seller has the right to claim interest without the need for request or fault by the buyer. On the basis of these premises, the Court recognized the seller's right to recover the outstanding price plus interest and condemned the buyer to pay legal costs.

Fulltext

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρασκευή Στεφανίδου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Tριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Δήμητρα Γκουτζίκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 5η Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «..», που εδρεύει στo Σίλκεμποργκ (Silkeborg) Δανίας (..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Γεωργίας Τόσιου (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 6594), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «...» και το διακριτικό τίτλο «..», που εδρεύει στα Λαγυνά Θεσσαλονίκης (.. χλμ. Θεσσαλονίκης - Καβάλας), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Σωτηρίου Ναούμ (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 1597), μόνο για το αίτημα της αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου ο τελευταίος αποχώρησε.
Η ΚΑΛΟΥΣΑ - ΕΝΑΓΟΥΣΑ ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.01.2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 22.01.2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2014 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17.10.2014 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 26.05.2015, μετά δε από δεύτερη αναβολή για τη δικάσιμο της 15.03.2016 και μετά από τρίτη αναβολή για τη δικάσιμο της 18.11.2016, κατά την οποία όμως δεν εκφωνήθηκε από το πινάκιο. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 06.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 09.02.2017, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρ. 280 §§2 και 3 ΚΠολΔ, θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος, ο οποίος ζητεί μόνον αναβολή, η οποία δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, ενώ αν ο διάδικος που εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης υποβάλει αίτημα αναβολής της συζήτησης, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει την ουσία, θεωρείται ότι δεν μετέχει κανονικά στην παραπέρα συζήτηση (ΑΠ 1710/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 161/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1968/2003 Αρμ 2004.1453).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται μόνον για την υποβολή αιτήματος αναβολής και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης, για τον αναφερόμενο στα πρακτικά λόγο. Το αίτημά του απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, κατόπιν δε τούτου θεωρείται ότι η εκπροσωπούμενη απ’ αυτόν εναγόμενη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, δεν εμφανίστηκε. Από την υπ’ αριθμ. .. ́/21.02.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, .., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές, επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου, προς συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη εταιρία. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνεπώς, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να γίνει ερήμην αυτής (άρθρ. 271 §§1 και 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 3 §1 και άρθρ. 4 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Η έλλειψη δικαιοδοσίας στην ως άνω περίπτωση ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν σε ακίνητα κείμενα στο εξωτερικό (ΕφΠειρ 738/2008 ΠειρΝ 2008.58). Αναφορικά όμως με τους κατοίκους χωρών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27.09.1968 και στα δύο Πρωτόκολλα του Λουξεμβούργου της 03.06.1971 και της 09.10.1978, εφαρμόζεται η Σύμβαση αυτή, ως περιέχουσα ειδικές ως προς το θέμα αυτό διατάξεις, και όχι το άρθρ. 3 ΚΠολΔ. Η εν λόγω Σύμβαση, όμως, έχει αντικατασταθεί από την 01.03.2002 από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε (στην πραγματικότητα αναδιατυπώθηκε, βλ. ΑΠ 93/2017 ΝΟΜΟΣ) από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εφαρμόζεται από την 10.01.2015. Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 41 σκέψη που διατυπώνεται στο προοίμιο του υπ’ αριθμ. 1215/2012 Κανονισμού «Σύμφωνα με τα άρθρ. 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθμ. 22 για τη θέση της Δανίας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του -». Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 21 σκέψη που διατυπώνεται στο προοίμιο του υπ’ αριθμ. 44/2001 Κανονισμού «Σύμφωνα με τα άρθρ. 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας το οποίο έχει προσαρτηθεί στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του ανά χείρας κανονισμού και κατά συνέπεια δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του», ενώ σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 22 σκέψη «Δεδομένου ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύει στις σχέσεις μεταξύ Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό, η εν λόγω σύμβαση και το πρωτόκολλο του 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται μεταξύ Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό». Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, στις σχέσεις μεταξύ Δανίας και Ελλάδας, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, η δεύτερη από τις οποίες δεσμεύεται από τον υπ’ αριθμ. 44/2001 Κανονισμό, καθώς και από τον υπ’ αριθμ. 1215/2015 Κανονισμό που τον αντικατέστησε, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η Σύμβαση των Βρυξελλών και το πρωτόκολλο του 1971, αφού η Δανία δεν δεσμεύεται από τους αναφερόμενους ανωτέρω Κανονισμούς.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 1 §1 του Ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υπογράφηκε στη Βιέννη την 11.04.1980 (Σύμβαση Βιέννης 1980-CISG), η τελευταία εφαρμόζεται επί συμβάσεων πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ των μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη, όταν αυτά είναι συμβαλλόμενα (περ. α ́) ή όταν κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους (περ. β ́). Η πρώτη από τις προβλεπόμενες στο πεδίο εφαρμογής της διεθνούς αυτής σύμβασης περίπτωση, αποτελεί άμεσα εκτελεστή («self executing») ρύθμιση, η οποία δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες σύγκρουσης), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και προηγείται -κατ’ άρθρ. 28 §1 Σ- της διαδικασίας αναζήτησης του εφαρμοστέου δικαίου με τους μηχανισμούς των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΕφΘεσ 2923/2006 ΕπισκΕΔ 2007. 168, ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1108). Οι ειδικότερα προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρ. 4 και 30 της ως άνω διεθνούς σύμβασης υποχρεώσεις του πωλητή, τόσο στην πώληση γένους όσο και στην πώληση είδους, συνίστανται στην παράδοση των κινητών πραγμάτων και την εγχείριση των σχετικών εγγράφων, καθώς και στη μεταβίβαση της επ’ αυτών κυριότητας. Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, υποχρεούται να καταβάλει το τίμημα στην εγκατάσταση του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρ. 57 §1 περ. α ́), αλλά και να παραλάβει το πράγμα (άρθρ. 53). Η δε πληρωμή του τιμήματος, πρέπει να γίνει κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και τη Σύμβαση της Βιέννης, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (άρθρ. 59). Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 59, 78 και 79 της Σύμβασης της Βιέννης, συνάγεται ότι, εάν ο αγοραστής καθυστερεί να καταβάλει το τίμημα, ο πωλητής έχει για το χρονικό διάστημα της καθυστέρησης αξίωση για καταβολή τόκων επί του καθυστερούμενου ποσού, χωρίς να απαιτείται όχληση ή υπαιτιότητα του αγοραστή, ούτε ζημία του πωλητή (βλ., ΚΟΡΝΗΛΑΚΗ, Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Τόμος Ι, έκδ. 2002, σελ. 104 επ., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Γ., Η διεθνής πώληση κινητών κατά τη Σύμβαση της Βιέννης, έκδ. 2000, σελ. 101 επ., ΠΠρΑθ 1394/2011 ΤΠΝ ΔΣΑ, ΠΠρΑθ 1827/2010 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα εταιρία που εδρεύει στη Δανία, και έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία επαγγελματικών ψυγείων, με την υπό κρίση αγωγή της, ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ότι δυνάμει των από 03.04.2012 και από 14.06.2012 συμβάσεων πώλησης που σύναψε με την εναγόμενη εταιρία, η οποία έχει έδρα στην Ελλάδα, πώλησε και παρέδωσε προσηκόντως σ’ αυτήν τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή κατ’ είδος, κωδικό, ποσότητα και τιμή μονάδος, εμπορεύματα, αντί συνολικού τιμήματος, ύψους 39.372,00 ευρώ, εκδίδοντας τα υπ’ αριθμ. ../03.04.2012 και ../14.06.2012 συνημμένα στην αγωγή τιμολόγια. Ότι στα πλαίσια της μεταξύ τους συμφωνίας έπρεπε το ποσό εκάστου τιμολογίου να αποπληρώνεται εντός 90 ημερών από την έκδοση αυτού. Ότι αν και η εναγόμενη παρέλαβε το σύνολο των πωληθέντων εμπορευμάτων, κατέβαλε μόνο το ποσό των 12.872,00 ευρώ, προς μερική εξόφληση του πρώτου από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 26.500,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματός της, με την τροπή αυτού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (τόσο με τις έγγραφες προτάσεις της, όσο και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, κατ’ άρθρ. 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ βλ. ΟλΑΠ 30/2007 ΕφΑΔ 2008.331), να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό των 26.500,00 ευρώ, και ειδικότερα, το ποσό εκάστου τιμολογίου, από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση αυτού (δήλης ημέρα), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 1 περ.α ́, 3 §1, 4, 7, 9 εδ.α ́ και β ́, 14 §2 και 25 §2 ΚΠολΔ, άρθρ. 2 §1 Σύμβασης Βρυξελλών), με την παρούσα τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, στις διατάξεις των άρθρ. 1, 4, 7, 14 επ., 28, 53, 57, 59, 78 της Σύμβασης της Βιέννης, στην οποία συμβαλλόμενα κράτη είναι αμφότερα τα εμπλεκόμενα στην προκείμενη περίπτωση κράτη (Δανία και Ελλάδα, όπου εδρεύει η πωλήτρια και η αγοράστρια αντίστοιχα) και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, έχει καταστεί μη νόμιμο, καθ’ όσον εκτελεστότητα προσδίδεται από τον νόμο μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη (άρθρο 904 §2 εδ. α ́ ΚΠολΔ), δηλαδή στις καταψηφίστηκες, ενώ δεν νοείται σε αναγνωριστικές και διαπλαστικές αποφάσεις (ΕφΑΘ 628/2003, ΕλλΔνη 45.1470, ΠολΠρΑθ 1232/2011 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και αφού για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του ότι το αίτημά της τράπηκε σε αναγνωριστικό μετά τη δημοσίευση του ν. 4446/2016 (άρθρ. 33 §§1 και 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α ́ 240/22.12.2016), πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Στην προκείμενη περίπτωση για τους περιεχόμενους στην αγωγή πραγματικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας, όπως αυτοί εκτέθηκαν πιο πάνω, επιτρέπεται η ομολογία. Επομένως, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι από την τελευταία (άρθρ. 271 §3 σε συνδυασμό με το άρθρ. 352 §1 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, αφού δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 26.500,00 ευρώ, και ειδικότερα το ποσό κάθε τιμολογίου που συναπαρτίζει την ως άνω οφειλή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης 90 ημερών από την έκδοση εκάστου εξ αυτών, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της στη δίκη αυτή (άρθρ. 176 και 191 §2 ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας εναντίον αυτής της απόφασης εκ μέρους της εναγομένης (άρθρ. 501 και 505 §2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, που θα πρέπει αυτή να καταβάλει σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εναντίον αυτής της απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων πεντακοσίων (26.500,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : α) το ποσό των 11.552,00 ευρώ που αφορά το υπ’ αριθμ. ../03.04.2012 τιμολόγιο με τον νόμιμο τόκο από την 04.07.2012 και β) το ποσό των 14.948,00 ευρώ που αφορά το υπ’ αριθμ. ../14.06.2012 τιμολόγιο με τον νόμιμο τόκο από την 13.09.2012 μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850), σε βάρος της εναγομένης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 3η Νοεμβρίου 2017.
Η ΔIKAΣTHΣ και θεωρήθηκε αυθημερόν H ΓPAMMATEAΣ
Πρόεδρος: Παρασκευή Στεφανίδου / Δικηγόροι: Γεωργία Τόσιου, Σωτήριος Ναούμ}}

Source

}}